αναρριχητές

αναρριχητές
Το σύνολο των ζώων που έχει προσαρμοστεί στη δενδρόβια διαβίωση αναπτύσσοντας λειτουργικές διαφοροποιήσεις κατάλληλες για την αναρρίχηση. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν πολλά είδη ζώων, άλλα από τα οποία βασίζονται στα ισχυρά νύχια τους, άλλα στην ανάπτυξη συλληπτήριων άκρων και άλλα στη χρήση της ουράς ως πέμπτου άκρου. Παράλληλες διαφοροποιήσεις που απαιτεί αυτός ο τρόπος ζωής είναι η πολύ καλή αίσθηση της ισορροπίας και η ικανοποιητική όραση, χωρίς την οποία δεν μπορούν να υπολογιστούν καλά οι αποστάσεις. Ορισμένοι α. είναι πολύ ευκίνητα ζώα (π.χ. οι μικροί πίθηκοι των τροπικών δασών), ικανά να κινούνται με μεγάλη ταχύτητα για να ξεφεύγουν από τους εχθρούς τους, ενώ άλλοι βασίζονται αντίθετα στην πολύ αργή κίνησή τους, χάρη στην οποία δεν γίνονται αντιληπτοί (για παράδειγμα, ο βραδύπους της Νότιας Αμερικής).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή …   Dictionary of Greek

  • ερεθιζοντίδες — (erethizontidae). Οικογένεια ζώων που περιλαμβάνει τους ύστριχες της Αμερικής. Τα ζώα αυτά ονομάζονται και κερκολήπτεςσκαντζόχοιροι αναρριχητές. Ζουν κυρίως πάνω στα δέντρα και τρέφονται με φλούδες δέντρων, σπόρους και φρούτα. Το σώμα τους… …   Dictionary of Greek

  • καρακάλ — (Caracal caracal). Αιλουροειδές της οικογένειας των φελιδών, που μοιάζει με ανοιχτόχρωμη γάτα. Είναι σπάνιο είδος, λεπτόσωμο και σχετικά μικρόσωμο, αλλά εξαιρετικά επιθετικό. Ζει στη βόρεια Αφρική και στη νοτιοδυτική Ασία. Το σώμα του έχει μήκος… …   Dictionary of Greek

  • Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • Ριντ, Τόμας Μέιν — (Reid, 1818 – 1883). Άγγλος συγγραφέας. Το 1838 μετανάστευσε στις ΗΠΑ όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Πήρε επίσης μέρος στον πόλεμο των Αμερικανών με τους Μεξικανούς (1846 48). Το 1849 γύρισε στην Ευρώπη και το 1850 κυκλοφόρησε το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”